στερεωπός

στερεωπός
στερε-ωπός, ή, όν,
A solid, Emp.21.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στερεωπός — ή, όν, Α βλ. στερωπός …   Dictionary of Greek

  • στερεωπά — στερεωπός solid neut nom/voc/acc pl στερεωπά̱ , στερεωπός solid fem nom/voc/acc dual στερεωπά̱ , στερεωπός solid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • στερωπός — και στερεωπός, ή, όν, Α στερεός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στεν ωπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”